- τιγριδία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη και περιλαμβάνει 27 περίπου είδη πολυετών βολβόρριζων ποωδών φυτών τα οποία απαντούν από το Μεξικό ώς τη Χιλή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. tigridia < νεολατ. tigridia- < τίγρις, -ιδος + -ια].
Dictionary of Greek. 2013.